λόγιασμα

λόγιασμα
το, και λογιασμός, ὁ [λογιάζω]
1. λογισμός, συλλογισμός, σκέψη, περίσκεψη
2. εκτίμηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λόγιασμα — το, ατος η σκέψη, ο υπολογισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λογιασμός — ο βλ. λόγιασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”